- χλωρός
- -ή, -ό / χλωρός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ.β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.)2. αυτός που έχει το χρώμα τών βλαστών3. (για τυρί) φρέσκος, νωπόςνεοελλ.1. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τόν καταδιώκει επίμονα2. παροιμ. «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» ή «κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό» — δηλώνει ότι, πολλές φορές, μαζί με τους ενόχους τιμωρούνται και αθώοιαρχ.1. υποκίτρινος2. (γενικά) ανοιχτόχρωμος3. (για επιδερμίδα) ωχρός4. (για φόβο) αυτός που προξενεί ωχρότητα («τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ἥρειν», Ομ. Ιλ.)5. πρόσφατος, νεαρός6. μτφ. α) ανθηρός, ζωηρός, ακμαίοςβ) ανώριμος, άκαιρος7. (κατά τον Ερωτιαν.) «χλωρόςχλωρίασις»8. το ουδ. ως ουσ. τὸ χλωρόνχλομάδα, ωχρότητα9. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χλωράτα φύλλα, τα άνθη και τα φυτά που μόλις έχουν βλαστήσει10. φρ. α) «χλωρὸς οἶνος» — αφρώδης οίνος (Ευρ.)β) «χλωρὸς λίθος» — σμαράγδι πάπ..[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χλωρός συνδέεται με τις λ. χλόη* και χόλος* / χολή. Επομένως, εντάσσεται και αυτό στην ευρύτατη οικογένεια τής ΙΕ ρίζας *ghel- «λάμπω, κίτρινος, πράσινος, γαλάζιος» και αντιστοιχεί ακριβώς με τους φρυγικούς τ. γλουρόςχρυσός και γλούρεαχρύσεα. Ωστόσο, ο ακριβής τρόπος σχηματισμού και ο φωνηεντισμός τού επιθ. χλω-ρός (πρβλ. μικ-ρός) παραμένουν δυσερμήνευτοι μολονότι θα μπορούσαν να παραβληθούν με τ. όπως: πλω-τός* - *πλοFος / πλοῦς - πλέω. Τον ίδιο φωνηεντισμό -ο- εμφανίζει και το αρχ. ισλανδ. glōra «λάμπω». Το επίθ. χλωρός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ανοιχτό πράσινο χρώμα αναφορικά με τη βλάστηση και με τα φυτά (απ' όπου στη συνέχεια, με αναφορά στην πλούσια, ζωηρή βλάστηση, η σημ. «φρέσκος, νωπός, πρόσφατος»), αλλά και το κιτρινωπό, ωχρό χρώμα τού άρρωστου ή φοβισμένου ανθρώπου (από όπου και η χρήση τού επιθ. ως προσδιορισμού τής λ. δέος). Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. χλωρός είχε αρχική σημ. «υγρός, γεμάτος χυμούς», από την οποία προήλθε η σημ. «ζωηρός, νέος, φρέσκος» και στη συνέχεια, υστερογενώς, η σημ. «πράσινος» και οι υπόλοιπες σημ., οι σχετικές με τα χρώματα. Ωστόσο, πέρα από τη σημασιολογική εξέλιξη που μπορεί να δεχθεί κανείς για το επίθ. χλωρός, όλες οι σημ. τού επιθ. είναι δυνατόν να έχουν προέλθει από μία αρχική σημ. «λαμπρός» (για τα προβλήματα τα σχετικά με την αρχική σημ. τής ρίζας βλ. και λ. χλόη). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το επίθ. χλωρός χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο τεχνικό και επιστημονικό λεξιλόγιο (βλ. και λ. χλωρ[ο]-).ΠΑΡ. χλωρίδα, χλωρικός, χλωρίων (-ας), χλωρότητααρχ.χλωράζω, χλωραίνομαι, χλωρεύς, χλωρηΐς, χλωρῖτις, χλωριῶαρχ.-μσν.χλωρίζωνεοελλ.χλωράδα, χλωρασιά, χλώριο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χλωρ(ο)-. (Β' συνθετικό) αείχλωρος, ημίχλωρος, μελίχλωρος, ολόχλωροςαρχ.διάχλωρος, έγχλωρος, ερυθρόχλωρος, λευκόχλωρος, μελάγχλωρος, μελανόχλωρος, μιξόχλωρος, πολύχλωρος, πρόχλωρος, υδατόχλωρος, υπόχλωροςνεοελλ.άχλωρος, κατάχλωρος, σύχλωρος].
Dictionary of Greek. 2013.